ανέμπαστος

ανέμπαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει μπει ή δεν έχει γίνει δεκτός κάπου
2. όποιος δεν έχει μυηθεί σε κάτι ή δεν έχει αντιληφθεί κάτι
3. (για τόπο) εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να μπει κανείς γιατί δεν υπάρχει είσοδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”